- χονδροϊτινοθειικός
- -ή, -ό, Ν φρ. «χονδροϊτινοθειικό οξύ»(βιοχ.) οργανική ένωση, η οποία παρέχει με υδρόλυση τη γαλακτοζαμίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chondroitinsulfuric (acid) < chondroitin (< chondroitic < χόνδρος + κατάλ. -ίτικος) + sulfuric «θειικός»].
Dictionary of Greek. 2013.